μέθη

μέθη
3178 μέθη
{сущ., 3}
опьянение, пьянство.
Синонимы: 2897 (κραιπάλη), 2970 (κῶμος), 3632 (οἰνοφλυγία), 4224 (πότος).
Ссылки: Лк. 21:34; Рим. 13:13; Гал. 5:21.*
ключ.сл.

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "μέθη" в других словарях:

  • μέθη — strong drink fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέθῃ — μέθη strong drink fem dat sg (attic epic ionic) μέθημαι sit among pres ind mid 2nd sg μεθίημι set loose aor subj mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέθη — η (ΑM μέθη) 1. η υπερβολική κατανάλωση κρασιού («καλῶς ἔχοντας ὑμέας ὁρέω μέθης», Ηρόδ.) 2. (κατ επέκτ.) η ψυχική και διανοητική διαταραχή η οποία προέρχεται από υπερβολική κατανάλωση οίνου ή άλλων οινοπνευματωδών ποτών, μεθύσι, ζάλη 3. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • μέθη — η 1. ψυχική και διανοητική διαταραχή που προκαλείται από τα οινοπνευματώδη ποτά ή άλλες τοξικές ουσίες, το μεθύσι, το μεθοκόπημα. 2. μτφ., ενθουσιασμός: Παρασύρθηκε από τη μέθη του έρωτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεθῇ — μεθίημι set loose aor subj act 3rd sg μεθίημι set loose aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ή μεϑη μιχρα μανία ἐστὶ. — ή μεϑη μιχρα μανία ἐστὶ. См. Пьяный, что бешеный …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • μεθῆι — μεθῇ , μεθίημι set loose aor subj act 3rd sg μεθῇ , μεθίημι set loose aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέθαι — μέθη strong drink fem nom/voc pl μέθᾱͅ , μέθη strong drink fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέθηι — μέθῃ , μέθη strong drink fem dat sg (attic epic ionic) μέθημαι sit among pres ind mid 2nd sg μεθίημι set loose aor subj mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέθαις — μέθη strong drink fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέθην — μέθη strong drink fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»